σέρνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σέρνομαι: παθητική φωνή του ρήματος σέρνω
Ρήμα
επεξεργασίασέρνομαι
- έρπω
- προχωρώ πολύ αργά, με μεγάλη δυσκολία, με πολύ κόπο
- τριγυρίζω κουρασμένα με ανία και χωρίς σκοπό
- τραβάω σε μάκρος, διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα
- για αρρώστια που εξαπλώνεται