επισεσυρμένη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επισεσυρμένη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική grc (εννοείται: γραφή), θηλυκό του ἐπισεσυρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐπισύρω (παραμελημένος, απρόσεκτος, γραμμένος αμελώς)[1] < ἐπί + σύρω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επισεσυρμένη θηλυκό
- (γραφές, παλαιογραφία) είδος γραφής χειρογράφων, στην οποία το χέρι του γραφέα συρόταν στο χαρτί και σηκωνόταν αραιά και πού από το χειρόγραφο κατά την διαδικασία της γραφής
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επισεσυρμένη
Επεξεργασία
- ↑ «ἐπισύρω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.