πεταχτούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεταχτούλα | οι | πεταχτούλες |
γενική | της | πεταχτούλας | — | |
αιτιατική | την | πεταχτούλα | τις | πεταχτούλες |
κλητική | πεταχτούλα | πεταχτούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεταχτούλα < πεταχτούλης + -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεταχτούλα θηλυκό
- (προφορικό) θηλυκό του πεταχτούλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεταχτούλα
|