Ουσιαστικό

επεξεργασία

turlulu (vec)

  1. (πτηνό) γκιόνης
  2. (μεταφορικά) άμυαλος, χαζούλης

Απόγονοι

επεξεργασία

turlulu (βενετικά)

νέα ελληνικά: σουρλουλού