(Χρειάζεται πηγές)


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σούρλος οι σούρλοι
      γενική του σούρλου των σούρλων
    αιτιατική τον σούρλο τους σούρλους
     κλητική σούρλε σούρλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σούρλος < σλαβικής προέλευσης сурла

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σούρλος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία