(Χρειάζεται πηγές)


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σούρλος οι σούρλοι
      γενική του σούρλου των σούρλων
    αιτιατική τον σούρλο τους σούρλους
     κλητική σούρλε σούρλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούρλος < σλαβικής προέλευσης сурла

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούρλος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία