↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουρλωτός η σουρλωτή το σουρλωτό
      γενική του σουρλωτού της σουρλωτής του σουρλωτού
    αιτιατική τον σουρλωτό τη σουρλωτή το σουρλωτό
     κλητική σουρλωτέ σουρλωτή σουρλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουρλωτοί οι σουρλωτές τα σουρλωτά
      γενική των σουρλωτών των σουρλωτών των σουρλωτών
    αιτιατική τους σουρλωτούς τις σουρλωτές τα σουρλωτά
     κλητική σουρλωτοί σουρλωτές σουρλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουρλωτός < σούρλος + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

σουρλωτός, -ή, -ό

  1. (ιδιωματικό) που έχει τη μορφή σούρλου, ρύγχους, μουσούδας
  2. (ιδιωματικό) μυτερός, οξυκέφαλος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία