σουρλωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασουρλωτός, -ή, -ό
- (ιδιωματικό) που έχει τη μορφή σούρλου, ρύγχους, μουσούδας
- (ιδιωματικό) μυτερός, οξυκέφαλος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σουρλωτός