↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυκέφαλος η οξυκέφαλη το οξυκέφαλο
      γενική του οξυκέφαλου της οξυκέφαλης του οξυκέφαλου
    αιτιατική τον οξυκέφαλο την οξυκέφαλη το οξυκέφαλο
     κλητική οξυκέφαλε οξυκέφαλη οξυκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυκέφαλοι οι οξυκέφαλες τα οξυκέφαλα
      γενική των οξυκέφαλων των οξυκέφαλων των οξυκέφαλων
    αιτιατική τους οξυκέφαλους τις οξυκέφαλες τα οξυκέφαλα
     κλητική οξυκέφαλοι οξυκέφαλες οξυκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυκέφαλος < αρχαία ελληνική ὀξυκέφαλος < ὀξύς + κεφαλή

  Επίθετο

επεξεργασία

οξυκέφαλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία