Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φοξός φοξή τὸ φοξόν
      γενική τοῦ φοξοῦ τῆς φοξῆς τοῦ φοξοῦ
      δοτική τῷ φοξ τῇ φοξ τῷ φοξ
    αιτιατική τὸν φοξόν τὴν φοξήν τὸ φοξόν
     κλητική ! φοξέ φοξή φοξόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φοξοί αἱ φοξαί τὰ φοξᾰ́
      γενική τῶν φοξῶν τῶν φοξῶν τῶν φοξῶν
      δοτική τοῖς φοξοῖς ταῖς φοξαῖς τοῖς φοξοῖς
    αιτιατική τοὺς φοξούς τὰς φοξᾱ́ς τὰ φοξᾰ́
     κλητική ! φοξοί φοξαί φοξᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φοξώ τὼ φοξᾱ́ τὼ φοξώ
      γεν-δοτ τοῖν φοξοῖν τοῖν φοξαῖν τοῖν φοξοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοξός < άγνωστης ετυμολογίας

  Επίθετο επεξεργασία

φοξός, -ή, -όν

  1. που απολήγει σε οξύ, μυτερός
  2. σουρλωτός, οξυκέφαλος
    Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β), στίχ. 219

  Πηγές επεξεργασία