ἐρείπιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐρείπιον | τὰ | ἐρείπιᾰ |
γενική | τοῦ | ἐρειπίου | τῶν | ἐρειπίων |
δοτική | τῷ | ἐρειπίῳ | τοῖς | ἐρειπίοις |
αιτιατική | τὸ | ἐρείπιον | τὰ | ἐρείπιᾰ |
κλητική ὦ! | ἐρείπιον | ἐρείπιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρειπίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρειπίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐρείπιον < ἐρείπω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐρείπιον, -ου ουδέτερο
- συντρίμμι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 154.5
- ἐξ ὧν δὲ ἐξανέστησαν χώρων ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν καὶ τὰ ἐρείπια τῶν οἰκημάτων τὸ μέχρι ἐμεῦ ἦσαν.
- Στους τόπους πάντως απ᾽ όπου ξεσηκώθηκαν, υπήρχαν και επί των ημερών μου ακόμη τα σκαριά των πλοίων τους και τα ερείπια των σπιτιών τους.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐξ ὧν δὲ ἐξανέστησαν χώρων ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν καὶ τὰ ἐρείπια τῶν οἰκημάτων τὸ μέχρι ἐμεῦ ἦσαν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 660 (658-660)
- ἐπεὶ δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρὸν ἡλίου φάος, | ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς | ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ναυτικοῖς τ᾽ ἐρειπίοις.
- Μα όταν το λαμπρό φως ανάτειλε του ήλιου, | τη θάλασσα όλη βλέπομε ν᾽ ανθεί του Αιγαίου | από Αχαιών κορμιά και καραβιών συντρίμμια·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρὸν ἡλίου φάος, | ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς | ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ναυτικοῖς τ᾽ ἐρειπίοις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 154.5
- τεμάχιο, κομμάτι, κουρέλι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1025 (1025-1028)
- ἣν χρῆν ταπεινὴν ἐν πέπλων ἐρειπίοις | φρίκῃ τρέμουσαν, κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένην | ἐλθεῖν, τὸ σῶφρον τῆς ἀναιδείας πλέον | ἔχουσαν ἐπὶ τοῖς πρόσθεν ἡμαρτημένοις.
- που νά ᾽ρθεις θα ᾽πρεπε ταπεινή, τρεμουλιασμένη, μες στα κουρέλια, | με μαλλιά κομμένα, όχι μ᾽ αδιαντροπιά, με σωφροσύνη | για τα παλιά σου κρίματα.
- Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
- ἣν χρῆν ταπεινὴν ἐν πέπλων ἐρειπίοις | φρίκῃ τρέμουσαν, κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένην | ἐλθεῖν, τὸ σῶφρον τῆς ἀναιδείας πλέον | ἔχουσαν ἐπὶ τοῖς πρόσθεν ἡμαρτημένοις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1025 (1025-1028)
- (για νεκρούς) κουφάρι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 308 (308-310)
- ἐν δ᾽ ἐρειπίοις | νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου, | κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
- και στα σφαχτάρια | πέφτοντας σωριάστη απάνω στον αρνίσιο φόνο, | με τα νύχια τα μαλλιά ξεριζώνοντας.
- Μετάφραση (2000), Τάσος Ρούσσος, @greek‑language.gr
- και στα κουφάρια | των νεκρών πέφτοντας καθόταν στον αρνίσιο φόνο, | αρπάζοντας δυνατά τα μαλλιά με τα νύχια.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- και στα σφαχτάρια | πέφτοντας σωριάστη απάνω στον αρνίσιο φόνο, | με τα νύχια τα μαλλιά ξεριζώνοντας.
- ἐν δ᾽ ἐρειπίοις | νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου, | κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 308 (308-310)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἐρείπω
Πηγές
επεξεργασία- ἐρείπιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρείπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.