vestige
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
vestige (en)
- το ίχνος που αφήνει το πόδι πάνω στο έδαφος
- κατάλοιπο, απομεινάρι, ίχνος (ορατό σημάδι ή ένδειξη από κάτι που δεν υπάρχε πια)
- the vestiges of an ancient civilization
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vestige | vestiges |
vestige (fr) αρσενικό