Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ascendance ascendances

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ascendance (fr) θηλυκό

  1. καταγωγή, οι πρόγονοι
  2. (αστρονομία) η άνοδος ενός άστρου σχετικά με τον ορίζοντα

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία