ascendance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ascendance | ascendances |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαascendance (fr) θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ascension
ενικός | πληθυντικός |
ascendance | ascendances |
ascendance (fr) θηλυκό