κατάβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάβαση | οι | καταβάσεις |
γενική | της | κατάβασης* | των | καταβάσεων |
αιτιατική | την | κατάβαση | τις | καταβάσεις |
κλητική | κατάβαση | καταβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάβαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάβα(σις) (< καταβαίνω) + -ση[1][2] < → δείτε κατά-, βαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈta.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐βα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάβαση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κατάβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κατάβαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)