Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
descente descentes

descente (fr) θηλυκό

  1. η κατάβαση, ο κατήφορος, η κάθοδος
  2. η έφοδος