physiologie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- physiologie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
physiologie | physiologies |
physiologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
physiologie | physiologies |
physiologie (fr) θηλυκό