Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεντονόπανο τα σεντονόπανα
      γενική του σεντονόπανου των σεντονόπανων
    αιτιατική το σεντονόπανο τα σεντονόπανα
     κλητική σεντονόπανο σεντονόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεντονόπανο < σεντόνι + πανί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεντονόπανο ουδέτερο

  • ύφασμα που είναι κατάλληλο για σεντόνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία