πανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πανάκι | τα | πανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πανάκι | τα | πανάκια |
κλητική | πανάκι | πανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανάκι < παν(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανάκι ουδέτερο
- μικρό πανί (κομμάτι ύφασμα ή πανί πλοίου)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πανί
πανάκι
|