μουνόπανο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /muˈno.pa.no/
Ουσιαστικό
μουνόπανο ουδέτερο
- (χυδαίο) (κυριολεκτικά, παρωχημένο) πανί που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιόδου· (κατ’ επέκταση) η σερβιέτα
- ※ Κατά την εμηνοροή[1] οι πόρνες (καθώς όλες οι γυναίκες) μεταχειρίζονταν τα μουνόπανα. Η λέξη μουνόπανο χρησιμοποιείται και με υβριστική σημασία (όπως η λέξη κωλοσφούγγι). Τα τελευταία χρόνια επεβλήθη η χρήση του ταμπόν. Μάλιστα, υφίστανται και ειδικά ταμπόν για παρθένες!
- Ηλίας Πετρόπουλος (²1980), Το μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, σελ. 56.
- ※ Κατά την εμηνοροή[1] οι πόρνες (καθώς όλες οι γυναίκες) μεταχειρίζονταν τα μουνόπανα. Η λέξη μουνόπανο χρησιμοποιείται και με υβριστική σημασία (όπως η λέξη κωλοσφούγγι). Τα τελευταία χρόνια επεβλήθη η χρήση του ταμπόν. Μάλιστα, υφίστανται και ειδικά ταμπόν για παρθένες!
- (μεταφορικά, μειωτικό) υβριστικός χαρακτηρισμός, συνώνυμο του καθίκι, βρομιάρης, κάθαρμα, τιποτένιος κ.τ.π.
Μεταφράσεις
μουνόπανο
|
Αναφορές
- ↑ sic (→ δείτε τη λέξη εμμηνόρροια).