Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόπανο τα λιόπανα
      γενική του λιόπανου των λιόπανων
    αιτιατική το λιόπανο τα λιόπανα
     κλητική λιόπανο λιόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιόπανο < ελιά + πανί
 
Ελιές πάνω σε λιόπανο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιόπανο ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο): το μεγάλο πανί που απλώνεται γύρω από τη ρίζα της ελιάς μέσα στο οποίο πέφτει ο καρπός κατά τη συγκομιδή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία