στροφαλοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | στροφαλοφόρος | το | στροφαλοφόρο | ||
γενική | του/της | στροφαλοφόρου | του | στροφαλοφόρου | ||
αιτιατική | τον/τη | στροφαλοφόρο | το | στροφαλοφόρο | ||
κλητική | στροφαλοφόρε | στροφαλοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | στροφαλοφόροι | τα | στροφαλοφόρα | ||
γενική | των | στροφαλοφόρων | των | στροφαλοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | στροφαλοφόρους | τα | στροφαλοφόρα | ||
κλητική | στροφαλοφόροι | στροφαλοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροφαλοφόρος < στρόφαλ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίαστροφαλοφόρος, -ος, -ο
- (μηχανολογία): που φέρει στροφάλους
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στροφαλοφόρος
|