στροφόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στροφόμετρο | τα | στροφόμετρα |
γενική | του | στροφόμετρου & στροφομέτρου |
των | στροφόμετρων & στροφομέτρων |
αιτιατική | το | στροφόμετρο | τα | στροφόμετρα |
κλητική | στροφόμετρο | στροφόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροφόμετρο < στροφή + -ο- + -μετρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compteur de tours[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροφόμετρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) όργανο μέτρησης των στροφών του κινητήρα ενός αυτοκινήτου, μηχανής κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στροφόμετρο
|
- ↑ στροφόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στροφόμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)