επιστρεπτέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιστρεπτέος < ελληνιστική κοινή ἐπιστρεπτέον < ἐπίστρεπτος < αρχαία ελληνική ἐπιστρέφω < ἐπί + στρέφω
Επίθετο
επεξεργασία
επιστρεπτέος
- (λόγιο) που πρέπει να επιστραφεί
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιστρεπτέος