remboursable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
remboursable | remboursables |
remboursable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- του οποίου τα χρήματα μπορούν να επιστραφούν, επιστρεπτέος
ενικός | πληθυντικός |
remboursable | remboursables |
remboursable (fr) αρσενικό ή θηλυκό