ακατάβλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατάβλητος < αρχαία ελληνική ἀκατάβλητος
- ακατάβλητος < α- στερητικό + καταβάλλω (πληρώνω) + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακατάβλητος
- που δεν καταβάλλεται από αντίπαλο, αντιξοότητες ή την κούραση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατάβλητος
Επίθετο επεξεργασία
ακατάβλητος, -η, -ο
- που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει πληρωθεί