↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταβλημένος η καταβλημένη το καταβλημένο
      γενική του καταβλημένου της καταβλημένης του καταβλημένου
    αιτιατική τον καταβλημένο την καταβλημένη το καταβλημένο
     κλητική καταβλημένε καταβλημένη καταβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταβλημένοι οι καταβλημένες τα καταβλημένα
      γενική των καταβλημένων των καταβλημένων των καταβλημένων
    αιτιατική τους καταβλημένους τις καταβλημένες τα καταβλημένα
     κλητική καταβλημένοι καταβλημένες καταβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταβάλλω

καταβλημένος, -η, -ο

  • που έχει καταβληθεί, κουραστεί ιδιαίτερα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία