καταβλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταβάλλω
Μετοχή επεξεργασία
καταβλημένος, -η, -ο
- που έχει καταβληθεί, κουραστεί ιδιαίτερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταβλημένος
|
καταβλημένος, -η, -ο
|