αντικαταβάλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικαταβάλλω < αρχαία ελληνική ἀντικαταβάλλω
Ρήμα επεξεργασία
αντικαταβάλλω
- πληρώνω, καταβάλλω την αξία ενός εμπορεύματος τη στιγμή που το παραλαμβάνω (δηλαδή όχι τη στιγμή που το αγοράζω)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικαταβάλλω
|