overpower
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | overpower |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overpowers |
αόριστος | overpowered |
παθητική μετοχή | overpowered |
ενεργητική μετοχή | overpowering |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoverpower (en)
- εξουδετερώνω, κατατροπώνω, καταβάλλω, νικώ ή ελέγχω κάποιον εντελώς χρησιμοποιώντας μεγαλύτερη δύναμη
- ⮡ He overpowered his opponent with a hold.
- Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια λαβή.
- ⮡ Our athletes overpowered the opposing team.
- Οι αθλητές μας κατατρόπωσαν την αντίπαλη ομάδα.
- ⮡ It took 4 police officers to overpower him.
- Χρειάστηκαν 4 αστυφύλακες για να τον καταβάλλουν.
- ⮡ He overpowered his opponent with a hold.
- καταβάλλω, το να είναι τόσο δυνατό ή μεγάλο που επηρεάζει σοβαρά κάποιον ή κάτι
- ⮡ The grief over the death of his son overpowered him.
- Τον κατέβαλε ο πόνος για το θάνατο του γιου του.
- ⮡ The grief over the death of his son overpowered him.