ενεστώτας overpower
γ΄ ενικό ενεστώτα overpowers
αόριστος overpowered
παθητική μετοχή overpowered
ενεργητική μετοχή overpowering

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overpower < over- + power

overpower (en)

  1. εξουδετερώνω, κατατροπώνω, καταβάλλω, νικώ ή ελέγχω κάποιον εντελώς χρησιμοποιώντας μεγαλύτερη δύναμη
    ⮡  He overpowered his opponent with a hold.
    Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια λαβή.
    ⮡  Our athletes overpowered the opposing team.
    Οι αθλητές μας κατατρόπωσαν την αντίπαλη ομάδα.
    ⮡  It took 4 police officers to overpower him.
    Χρειάστηκαν 4 αστυφύλακες για να τον καταβάλλουν.
  2. καταβάλλω, το να είναι τόσο δυνατό ή μεγάλο που επηρεάζει σοβαρά κάποιον ή κάτι
    ⮡  The grief over the death of his son overpowered him.
    Τον κατέβαλε ο πόνος για το θάνατο του γιου του.