κουτσοκαταφέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
κουτσοκαταφέρνω
- (λαϊκότροπο) (οικείο) δύσκολα καταφέρνω να ζήσω ή να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου
κουτσοκαταφέρνω