Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουτσοκαταφέρνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουτσοκαταφέρνω
<
κουτσο-
+
καταφέρνω
Ρήμα
επεξεργασία
κουτσοκαταφέρνω
(
λαϊκότροπο
) (
οικείο
)
δύσκολα
καταφέρνω
να
ζήσω
ή να
ανταποκριθώ
στις υποχρεώσεις μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτσοκαταφέρνω
αγγλικά
:
get by
(en)