intouchable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tu.ʃabl/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intouchable | intouchables |
θηλυκό | intouchablee | intouchablees |
intouchable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) ανάγγιχτος, που δεν μπορεί να αγγίζει κανείς
- που δεν πρέπει να αγγίζει κανείς
- (μεταφορικά) απρόσβλητος, απλησίαστος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intouchable | intouchables |
intouchable (fr) αρσενικό ή θηλυκό