φτωχότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φτωχότερος | η | φτωχότερη | το | φτωχότερο |
γενική | του | φτωχότερου | της | φτωχότερης | του | φτωχότερου |
αιτιατική | τον | φτωχότερο | τη | φτωχότερη | το | φτωχότερο |
κλητική | φτωχότερε | φτωχότερη | φτωχότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φτωχότεροι | οι | φτωχότερες | τα | φτωχότερα |
γενική | των | φτωχότερων | των | φτωχότερων | των | φτωχότερων |
αιτιατική | τους | φτωχότερους | τις | φτωχότερες | τα | φτωχότερα |
κλητική | φτωχότεροι | φτωχότερες | φτωχότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
φτωχότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του φτωχός: πιο φτωχός
Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος
επεξεργασίαφτωχός | φτωχότερος | φτωχότατος |
φτωχά | φτωχότερα | φτωχότατα |