μαχητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμαχητικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαχητικός
Επίρρημα
επεξεργασίαμαχητικά
- με τρόπο αγωνιστικό, με μαχητικότητα, με μαχητικό πνεύμα
- Αντιμετώπισαν το πρόβλημα μαχητικά και δεν παραδόθηκαν στον πεσιμισμό της πλειοψηφίας που θεωρούσε κάθε προσπάθεια άσκοπη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαχητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαχητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαχητικό