Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηττοπάθεια οι ηττοπάθειες
      γενική της ηττοπάθειας των ηττοπαθειών
    αιτιατική την ηττοπάθεια τις ηττοπάθειες
     κλητική ηττοπάθεια ηττοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηττοπάθεια < ηττοπαθ(ής) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική défaitisme[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.toˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ητ‐το‐πά‐θει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηττοπάθεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του ηττοπαθούς, αυτού που δέχεται την ήττα μοιρολατρικά αφού πιστεύει ότι είναι αναπόφευκτη ή ότι ο ίδιος δεν είναι ικανός να κάνει κάτι γι' αυτή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία