Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

η λέξη défaitisme φτιάχτηκε από έναν Ρώσο συγγραφέα το 1915 < défaite, ήττα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

défaitisme (fr) αρσενικό

  1. η ηττοπάθεια, ο ντεφετισμός
  2. η απαισιοδοξία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία