Ετυμολογία

επεξεργασία
défaitiste < défaite + -iste

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.fɛ.tist/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
défaitiste défaitistes

défaitiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηττοπαθής
     συνώνυμα: capitulard
     αντώνυμα: patriote, résistant
  2. απαισιόδοξος, πεσσιμιστικός
     συνώνυμα: alarmiste, pessimiste
     αντώνυμα: optimiste

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
défaitiste défaitistes

défaitiste (fr)

  • ντεφετιστής, πρόσωπο που υποστηρίζει ηττοπαθείς ιδέες και προβλέψεις

Συγγενικά

επεξεργασία