Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
alarmiste alarmistes

alarmiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
alarmiste alarmistes

alarmiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη alarme