↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηττοπαθής η ηττοπαθής το ηττοπαθές
      γενική του ηττοπαθούς* της ηττοπαθούς του ηττοπαθούς
    αιτιατική τον ηττοπαθή την ηττοπαθή το ηττοπαθές
     κλητική ηττοπαθή(ς) ηττοπαθής ηττοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηττοπαθείς οι ηττοπαθείς τα ηττοπαθή
      γενική των ηττοπαθών των ηττοπαθών των ηττοπαθών
    αιτιατική τους ηττοπαθείς τις ηττοπαθείς τα ηττοπαθή
     κλητική ηττοπαθείς ηττοπαθείς ηττοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηττοπαθής < ήττα + παθαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ηττοπαθής, -ής, -ές

  1. (για άνθρωπο) που είναι βέβαιος εκ των προτέρων για την ήττα του
  2. που ανήκει, χαρακτηρίζει, ή προέρχεται από έναν τέτοιο άνθρωπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία