ντεφετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεφετισμός | οι | ντεφετισμοί |
γενική | του | ντεφετισμού | των | ντεφετισμών |
αιτιατική | τον | ντεφετισμό | τους | ντεφετισμούς |
κλητική | ντεφετισμέ | ντεφετισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντεφετισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική défaitisme (ηττοπάθεια)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεφετισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντεφετισμός