Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
combat combats

combat (en)

ενεστώτας combat
γ΄ ενικό ενεστώτα combats
αόριστος combatted, combated
παθητική μετοχή combatted, combated
ενεργητική μετοχή combatting, combating

combat (en)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

combat (fr) αρσενικό