combatant
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
combatant | combatants |
Ουσιαστικό επεξεργασία
combatant (en)
- ο μαχητής/η μαχήτρια, ο πολεμιστής/η πολεμίστρια, ένα άτομο ή μια ομάδα που συμμετέχει σε μάχες σε έναν πόλεμο
ενικός | πληθυντικός |
combatant | combatants |
combatant (en)