ενικός         πληθυντικός  
warrior warriors

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwɒrɪə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

warrior (en)

  1. ο πολεμιστήςπολεμίστρια, ο μαχητής/ η μαχήτρια, άτομο που πολεμά σε πόλεμο
    ⮡  the brave warriors of the Albanian war - οι γενναίοι πολεμιστές του αλβανικού πολέμου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη combatant
  2. στάσεις απλωμένων άκρων στην γιόγκα