ενικός         πληθυντικός  
fighter fighters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fighter < fight + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fighter (en)

  1. το μαχητικό αεροπλάνο, καταδιωκτικό
    ⮡  Every day Turkish fighter jets noisily fly over Greek tourist islands.
    Κάθε μέρα τουρκικά μαχητικά υπερίπτανται θορυβωδώς πάνω από ελληνικά τουριστικά νησιά.
    ⮡  fighter jet/plane - μαχητικό καταδιωκτικό
  2. ο μαχητήςμαχήτρια, ο πολεμιστήςπολεμίστρια, ένα άτομο που μάχεται όπως σε μια μάχη ή έναν πόλεμο
    ⮡  He besieged the city which ten thousand fighters were defending.
    Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη combatant
  3. ο μαχητήςμαχήτρια, ο αγωνιστήςαγωνίστρια, ένα άτομο που δεν εγκαταλείπει την ελπίδα του ή δεν παραδέχεται ότι έχει νικηθεί· που αγωνίζεται για την πραγματοποίηση ενός αξιόλογου σκοπού, ιδανικού, ιδεολογίας κτλ.
    ⮡  a freedom fighter - ένας μαχητής της ελευθερίας