Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
battle battles

battle (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μάχη, ο αγώνας, ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών στα πλαίσια ενός πολέμου
    ⮡  He was killed in battle.
    Σκοτώθηκε σε μάχη.
    ⮡  a bloody battle - αιματηρός αγώνας
  2. ο αγώνας, η μάχη, αγώνας μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων που προσπαθούν να κερδίσουν την εξουσία ή τον έλεγχο
    ⮡  After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
    ⮡  a battle between candidates for parliament - μάχη μεταξύ υποψήφιων βουλετών
  3. (συνήθως ενικός) ο αγώνας, η μάχη, έντονη προσπάθεια που κάνει κάποιος, κυρίως για να πραγματοποιήσει ένα σκοπό δύσκολο ή αξιόλογο
    ⮡  It was a battle to raise her children.
    Έκανε αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
    ⮡  Life is a constant battle.
    Η ζωή είναι μια συνεχής μάχη.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη fight
ενεστώτας battle
γ΄ ενικό ενεστώτα battles
αόριστος battled
παθητική μετοχή battled
ενεργητική μετοχή battling

battle (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • αγωνίζομαι, παλεύω, μάχομαι, πολεμώ, προσπαθώ πολύ να πετύχω κάτι δύσκολο ή να αντιμετωπίσω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο
    ⮡  The ship battled the waves.
    Το πλοίο αγωνίστηκε με τα κύματα.
    ⮡  The two brothers were battling for first place.
    Τα δύο αδέρφια πάλευαν για την πρώτη θέση.
    ⮡  We’re battling against heavy odds.
    Μαχόμαστε εναντίον πολύ υπερτέρων δυνάμεων.
    ⮡  He was battling for hours to fix the engine.
    Πολεμούσε ώρες να διορθώσει τη μηχανή.
     συνώνυμα:  combat και fight