battle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
battle | battles |
battle (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μάχη, ο αγώνας, ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών στα πλαίσια ενός πολέμου
- ⮡ He was killed in battle.
- Σκοτώθηκε σε μάχη.
- ⮡ a bloody battle - αιματηρός αγώνας
- ⮡ He was killed in battle.
- ο αγώνας, η μάχη, αγώνας μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων που προσπαθούν να κερδίσουν την εξουσία ή τον έλεγχο
- ⮡ After lengthy legal battles, he recovered his assets.
- Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
- ⮡ a battle between candidates for parliament - μάχη μεταξύ υποψήφιων βουλετών
- ⮡ After lengthy legal battles, he recovered his assets.
- (συνήθως ενικός) ο αγώνας, η μάχη, έντονη προσπάθεια που κάνει κάποιος, κυρίως για να πραγματοποιήσει ένα σκοπό δύσκολο ή αξιόλογο
- ⮡ It was a battle to raise her children.
- Έκανε αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
- ⮡ Life is a constant battle.
- Η ζωή είναι μια συνεχής μάχη.
- ⮡ It was a battle to raise her children.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fight
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | battle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | battles |
αόριστος | battled |
παθητική μετοχή | battled |
ενεργητική μετοχή | battling |
battle (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- αγωνίζομαι, παλεύω, μάχομαι, πολεμώ, προσπαθώ πολύ να πετύχω κάτι δύσκολο ή να αντιμετωπίσω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο
- ⮡ The ship battled the waves.
- Το πλοίο αγωνίστηκε με τα κύματα.
- ⮡ The two brothers were battling for first place.
- Τα δύο αδέρφια πάλευαν για την πρώτη θέση.
- ⮡ We’re battling against heavy odds.
- Μαχόμαστε εναντίον πολύ υπερτέρων δυνάμεων.
- ⮡ He was battling for hours to fix the engine.
- Πολεμούσε ώρες να διορθώσει τη μηχανή.
- ≈ συνώνυμα: combat και fight
- ⮡ The ship battled the waves.