↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμάχη οι αμάχες
      γενική της αμάχης
    αιτιατική την αμάχη τις αμάχες
     κλητική αμάχη αμάχες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμάχη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμάχη < αρχαία ελληνική μάχη με ανάπτυξη προτακτικού άλφα. Συγχρονικά αναλύεται σε α προτακτικό + μάχη.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈma.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μά‐χη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμάχη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία