αμάχη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμάχη | οι | αμάχες |
γενική | της | αμάχης | — | |
αιτιατική | την | αμάχη | τις | αμάχες |
κλητική | αμάχη | αμάχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμάχη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμάχη < αρχαία ελληνική μάχη με ανάπτυξη προτακτικού άλφα. Συγχρονικά αναλύεται σε α προτακτικό + μάχη.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈma.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μά‐χη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμάχη θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) η έχθρα, το μίσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμάχη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμάχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας