Δείτε επίσης: εχθρά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έχθρα οι έχθρες
      γενική της έχθρας
    αιτιατική την έχθρα τις έχθρες
     κλητική έχθρα έχθρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έχθρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔχθρα. Συγκρίνετε με το έχτρα, όχτρητα.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈex.θɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐χθρα
τονικό παρώνυμο: εχθρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έχθρα θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία δύο πρόσωπα ή σύνολα είναι εχθροί μεταξύ τους καθώς και τα εχθρικά συναισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον

Άλλες μορφές επεξεργασία

δείτε επίσης

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία