έχθρητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έχθρητα | οι | έχθρητες |
γενική | της | έχθρητας | — | |
αιτιατική | την | έχθρητα | τις | έχθρητες |
κλητική | έχθρητα | έχθρητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έχθρητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔχθρητα < αρχαία ελληνική ἔχθρ(α) + -ητα όπως στο μάνητα. Δείτε και όχτρητα.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈex.θɾi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐χθρη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
έχθρητα και έχτρητα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) μορφή του έχτρητα, όχτρητα: η έχθρα, η εχθρότητα