ἔχθρητα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἔχθρητα < αρχαία ελληνική ἔχθρ(α) + -ητα αναλογικά προς τα θηλυκά σε ‑-τητα. Δείτε και όχτρητα.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἔχθρητα θηλυκό (και ὄχθρητα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἔχθρα
Πηγές επεξεργασία
- ἔχθρητα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].