Δείτε επίσης: όχτρητα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄχθρητα < ἔχθρητα με τροπή [e] > [o] αναλογικά προς εχθρός > οχτρός < αρχαία ελληνική ἔχθρ(α) + -ητα αναλογικά προς τα θηλυκά σε ‑-τητα.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄχθρητα θηλυκό (και ὄχθρητα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία