Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έχτρα οι έχτρες
      γενική της έχτρας
    αιτιατική την έχτρα τις έχτρες
     κλητική έχτρα έχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έχτρα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἔχθρα με ανομοίωση άρθρωσης [xθ] > [χτ].[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈex.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐χτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έχτρα θηλυκό (και έχτρητα, όχτρητα)

  Αναφορές επεξεργασία