• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σύρραξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύρραξη οι συρράξεις
      γενική της σύρραξης* των συρράξεων
    αιτιατική τη σύρραξη τις συρράξεις
     κλητική σύρραξη συρράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συρράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σύρραξη < αρχαία ελληνική σύρραξις < συρράττω / συρράσσω < ῥάττω / ῥάσσω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύρραξη θηλυκό

  • (πολεμική) σύγκρουση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σύρραξη
  • αγγλικά : conflict (en)
  • γαλλικά : conflit (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σύρραξη&oldid=5517903"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:22

Γλώσσες

    • English
    • Magyar
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας