Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σύρραξη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σύρραξ
η
οι
συρράξ
εις
γενική
της
σύρραξ
ης
*
των
συρράξ
εων
αιτιατική
τη
σύρραξ
η
τις
συρράξ
εις
κλητική
σύρραξ
η
συρράξ
εις
* παλιότερος λόγιος τύπος,
συρράξ
εως
Κατηγορία
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σύρραξη
<
αρχαία ελληνική
σύρραξις
<
συρράττω
/
συρράσσω
<
ῥάττω
/
ῥάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σύρραξη
θηλυκό
(
πολεμική
)
σύγκρουση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σύρραξη
αγγλικά
:
conflict
(en)
γαλλικά
:
conflit
(fr)