conflit
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- conflit < δημώδης λατινική conflictus (χτύπημα)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conflit | conflits |
conflit (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο αγώνας, η πάλη
- ο ανταγωνισμός, η διαμάχη, η σύγκρουση
- η συμπλοκή, η σύρραξη
- η σύγκρουση
- η κόντρα