↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύρραξῐς αἱ συρράξεις
      γενική τῆς συρράξεως τῶν συρράξεων
      δοτική τῇ συρράξει ταῖς συρράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύρραξῐν τὰς συρράξεις
     κλητική ! σύρραξῐ συρράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συρράξει
γεν-δοτ τοῖν  συρραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύρραξις < συρράσσω, συρρακ- + -σις > -ξις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύρραξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύρραξις, -εως θηλυκό

  • χτύπημα ενός πάνω σε άλλο