σύρραξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύρραξῐς | αἱ | συρράξεις |
γενική | τῆς | συρράξεως | τῶν | συρράξεων |
δοτική | τῇ | συρράξει | ταῖς | συρράξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύρραξῐν | τὰς | συρράξεις |
κλητική ὦ! | σύρραξῐ | συρράξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συρράξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συρραξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασύρραξις, -εως θηλυκό
- χτύπημα ενός πάνω σε άλλο
Πηγές
επεξεργασία- σύρραξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύρραξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.